κορυθος

κορυθος
    κόρυθος
    κόρῠθος
    gen. к κόρυς См. κορυς

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κορυθος" в других словарях:

  • Κόρυθος — crested masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυθος — crested masc nom sg κόρυς helmet fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυθος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πάρη και της Οινόης. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του, για να εκδικηθεί την απιστία του συζύγου της, τον έστειλε να κατακτήσει την Ελένη. Εκείνη υπέκυψε στη γοητεία του και ο Πάρης τον δολοφόνησε. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Κορύθω — Κόρυθος crested masc nom/voc/acc dual Κόρυθος crested masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύθω — κόρυθος crested masc nom/voc/acc dual κόρυθος crested masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορύθοιο — Κόρυθος crested masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύθοιο — κόρυθος crested masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορύθου — Κόρυθος crested masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύθου — κόρυθος crested masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορύθων — Κόρυθος crested masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύθων — κόρυθος crested masc gen pl κόρυς helmet fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»